„ουροποιητικός“ ουροποιητικός [uropiitiˈkos], ουροποιητική, ουροποιητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Harn- Harn- ουροποιητικός ουροποιητικός examples ουροποιητικό σύστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Harnwegeπληθυντικός | Plural pl ουροποιητικό σύστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n