„ουροδοχείο“: ουδέτερο ουροδοχείο [uroðoˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bettpfanne Bettpfanneθηλυκό | Femininum, weiblich f ουροδοχείο ουροδοχείο