ουρλιαχτό
[urʎaxˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Brüllenουδέτερο | Neutrum, sächlich nουρλιαχτό από πόνοGebrüllουδέτερο | Neutrum, sächlich nουρλιαχτό από πόνοουρλιαχτό από πόνο
- Heulenουδέτερο | Neutrum, sächlich nουρλιαχτό σειρήνας, λύκουουρλιαχτό σειρήνας, λύκου
- Brausenουδέτερο | Neutrum, sächlich nουρλιαχτό ανέμουουρλιαχτό ανέμου
examples
- ουρλιαχτό σειρήναςSirenengeheulουδέτερο | Neutrum, sächlich n