„ουρητήριο“: ουδέτερο ουρητήριο [uriˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pissoir Pissoirουδέτερο | Neutrum, sächlich n ουρητήριο ουρητήριο