„ουρανίσκος“: αρσενικό ουρανίσκος [uraˈniskos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gaumen Gaumenαρσενικό | Maskulinum, männlich m ουρανίσκος ουρανίσκος