„οσφυαλγία“: θηλυκό οσφυαλγία [osfialˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kreuzschmerzen Kreuzschmerzenπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl οσφυαλγία οσφυαλγία