οστό
[osˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Knochenαρσενικό | Maskulinum, männlich mοστόοστό
examples
- ρινικό οστόNasenbeinουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- οστό ισχίουBeckenknochenαρσενικό | Maskulinum, männlich mHüftknochenαρσενικό | Maskulinum, männlich m