„οστρακοειδή“: πληθυντικός ουδετέρου οστρακοειδή [ostrakoiˈði]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schalentiere Schalentiereπληθυντικός | Plural pl οστρακοειδή οστρακοειδή