„οστεοπόρωση“: θηλυκό οστεοπόρωση [osteoˈporosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Osteoporose Osteoporoseθηλυκό | Femininum, weiblich f οστεοπόρωση οστεοπόρωση