„ορφανοτροφείο“: ουδέτερο ορφανοτροφείο [orfanotroˈfio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Waisenhaus Waisenhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n ορφανοτροφείο ορφανοτροφείο