„Ορφέας“: αρσενικό Ορφέας [orˈfeas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Orpheus Orpheusαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ορφέας μυθολογία | Mythologieμυθ Ορφέας μυθολογία | Mythologieμυθ