ορυκτολογία
[oriktoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mineralogieθηλυκό | Femininum, weiblich fορυκτολογία γεωλογία | Geologieγεωλορυκτολογία γεωλογία | Geologieγεωλ