„ορυκτέλαιο“: ουδέτερο ορυκτέλαιο [orikˈteleo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mineralöl Mineralölουδέτερο | Neutrum, sächlich n ορυκτέλαιο ορυκτέλαιο