οροθετικός
[oroθetiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, οροθετική, οροθετικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
οροθετικός
[oroθetiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)