„ορνιθοπωλείο“: ουδέτερο ορνιθοπωλείο [orniθopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geflügelhandlung Geflügelhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f ορνιθοπωλείο ορνιθοπωλείο