„ορνιθολογία“: θηλυκό ορνιθολογία [orniθoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ornithologie Ornithologieθηλυκό | Femininum, weiblich f ορνιθολογία ορνιθολογία