οριοθέτηση
[orioˈθetisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abgrenzungθηλυκό | Femininum, weiblich fοριοθέτηση προσδιορισμός των ορίωνοριοθέτηση προσδιορισμός των ορίων