ορθογραφία
[orθoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rechtschreibungθηλυκό | Femininum, weiblich fορθογραφίαορθογραφία
- Diktatουδέτερο | Neutrum, sächlich nορθογραφία σχολικό μάθημαορθογραφία σχολικό μάθημα