„οργανάκι“: ουδέτερο οργανάκι [orɣaˈnakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spieldose Spieldoseθηλυκό | Femininum, weiblich f οργανάκι οργανάκι