οπλισμός
[oplizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bewaffnungθηλυκό | Femininum, weiblich fοπλισμός εφοδιασμός με όπλαοπλισμός εφοδιασμός με όπλα
- Ausrüstungθηλυκό | Femininum, weiblich fοπλισμός σύνολο όπλωνοπλισμός σύνολο όπλων