οξύτητα
[oˈksitita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schärfeθηλυκό | Femininum, weiblich fοξύτητα αιχμηρότητα, κ. απάντησης, νου, όρασηςοξύτητα αιχμηρότητα, κ. απάντησης, νου, όρασης
- Heftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fοξύτητα ένταση πόνουοξύτητα ένταση πόνου
- Feinheitθηλυκό | Femininum, weiblich fοξύτητα ακοήςοξύτητα ακοής
- Säuregehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mοξύτητα χημεία | Chemieχημοξύτητα χημεία | Chemieχημ
- Schrillheitθηλυκό | Femininum, weiblich fοξύτητα φωνήοξύτητα φωνή