Greek-German translation for "οξύτητα"

"οξύτητα" German translation

οξύτητα
[oˈksitita]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Schärfeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οξύτητα αιχμηρότητα, κ. απάντησης, νου, όρασης
    οξύτητα αιχμηρότητα, κ. απάντησης, νου, όρασης
  • Heftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οξύτητα ένταση πόνου
    οξύτητα ένταση πόνου
  • Feinheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οξύτητα ακοής
    οξύτητα ακοής
  • Säuregehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    οξύτητα χημεία | Chemieχημ
    οξύτητα χημεία | Chemieχημ
  • Schrillheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οξύτητα φωνή
    οξύτητα φωνή
οπτική οξύτηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sehkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sehschärfeθηλυκό | Femininum, weiblich f
οπτική οξύτηταθηλυκό | Femininum, weiblich f

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: