„οξύρρυγχος“: αρσενικό οξύρρυγχος [oˈksiriŋxos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stör Störαρσενικό | Maskulinum, männlich m οξύρρυγχος ζωολογία | Zoologieζωολ οξύρρυγχος ζωολογία | Zoologieζωολ