„οξυγονοσυγκολλητής“: αρσενικό οξυγονοσυγκολλητής [oksiɣonosiŋgoliˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schweißer Schweißerαρσενικό | Maskulinum, männlich m οξυγονοσυγκολλητής οξυγονοσυγκολλητής