„οξαλίδα“: θηλυκό οξαλίδα [oksaˈliða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sauerampfer Sauerampferαρσενικό | Maskulinum, männlich m οξαλίδα οξαλίδα