„ονοματοθεσία“: θηλυκό ονοματοθεσία [onomatoθeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Namensgebung Namensgebungθηλυκό | Femininum, weiblich f ονοματοθεσία ονοματοθεσία