„ονειροπόλος“: αρσενικό ονειροπόλος [oniroˈpolos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Träumer Träumerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ονειροπόλος ονειροπόλος