ονειρεύομαι
[oniˈrevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-εύτηκα; -εμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- träumen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk von)ονειρεύομαιονειρεύομαι
- sich erträumenονειρεύομαι επιθυμώονειρεύομαι επιθυμώ