„ον“: ουδέτερο ον [on]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; όντος; πληθυντικός | Pluralpl; όντα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wesen (Lebe-)Wesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ον ον