„ομόχρωμος“ ομόχρωμος [oˈmoxromos], ομόχρωμη, ομόχρωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gleichfarbig gleichfarbig ομόχρωμος ομόχρωμος