ομπρέλα
[omˈbrela]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Regenschirmαρσενικό | Maskulinum, männlich mομπρέλα της βροχήςομπρέλα της βροχής
- Sonnenschirmαρσενικό | Maskulinum, männlich mομπρέλα του ηλίουομπρέλα του ηλίου