ομοφυλόφιλος
[omofiˈlofilos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ομοφυλόφιλη, ομοφυλόφιλοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- homosexuellομοφυλόφιλοςομοφυλόφιλος
ομοφυλόφιλος
[omofiˈlofilos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)