ομορφαίνω
[omorˈfeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-υνα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschönernομορφαίνω κάνω πιο όμορφοομορφαίνω κάνω πιο όμορφο
ομορφαίνω
[omorˈfeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-υνα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)