ομολογία
[omoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Ein-)Geständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nομολογία παραδοχήομολογία παραδοχή
- Bekenntnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nομολογία θρησκεία | Religionθρησκομολογία θρησκεία | Religionθρησκ
- Obligationθηλυκό | Femininum, weiblich fομολογία εμπόριο | HandelεμπPfandbriefαρσενικό | Maskulinum, männlich mομολογία εμπόριο | Handelεμπομολογία εμπόριο | Handelεμπ
examples
- ομολογία αποτυχίαςOffenbarungseidαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ομολογία πίστεωςGlaubensbekenntnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n