„ομοιοπάθεια“: θηλυκό ομοιοπάθεια [omioˈpaθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schicksalsgemeinschaft Schicksalsgemeinschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f ομοιοπάθεια ομοιοπάθεια