„ομοιοκαταληξία“: θηλυκό ομοιοκαταληξία [omiokataliˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reim Reimαρσενικό | Maskulinum, männlich m ομοιοκαταληξία ομοιοκαταληξία