ομοδιηγητικός
[omoðiijitiˈkos], ομοδιηγητική, ομοδιηγητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ομοδιηγητική αφηγήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f λογοτεχνία | LiteraturλογοIcherzählerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ομοδιηγητικός αφηγητήςαρσενικό | Maskulinum, männlich m λογοτεχνία | LiteraturλογοIcherzählerαρσενικό | Maskulinum, männlich m