„ομοίωμα“: ουδέτερο ομοίωμα [oˈmioma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ebenbild Ebenbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n ομοίωμα ομοίωμα