„ομιλητικότητα“: θηλυκό ομιλητικότητα [omilitiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gesprächigkeit Gesprächigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ομιλητικότητα ομιλητικότητα