ολοκληρώνω
[olokliˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fertigstellenολοκληρώνω τελειώνωολοκληρώνω τελειώνω
- abschließenολοκληρώνω κ. σπουδέςολοκληρώνω κ. σπουδές
- vollendenολοκληρώνω κάνω τέλειοολοκληρώνω κάνω τέλειο
- ολοκληρώνω τελειώνω το λόγο μου
examples
- ολοκληρώνω μαθήματα γερμανικώνeinen deutschen Sprachkurs absolvieren