ολικός
[oliˈkos], ολική, ολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- völlig, vollständigολικός πλήρηςολικός πλήρης
- ολικός συνολικός
- totalολικός ολοκληρωτικόςολικός ολοκληρωτικός