„οιστρογόνο“: ουδέτερο οιστρογόνο [istroˈɣono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Östrogen Östrogenουδέτερο | Neutrum, sächlich n οιστρογόνο οιστρογόνο