„οισοφάγος“: αρσενικό οισοφάγος [isoˈfaɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Speiseröhre Speiseröhreθηλυκό | Femininum, weiblich f οισοφάγος οισοφάγος