„οικόσιτος“ οικόσιτος [iˈkositos], οικόσιτη, οικόσιτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haus- Haus- οικόσιτος οικόσιτος examples οικόσιτη γάταθηλυκό | Femininum, weiblich f Hauskatzeθηλυκό | Femininum, weiblich f οικόσιτη γάταθηλυκό | Femininum, weiblich f οικόσιτο κουνέλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Hauskaninchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικόσιτο κουνέλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n