„οικονομολογία“: θηλυκό οικονομολογία [ikonomoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Volkswirtschaft Volkswirtschaft(slehre)θηλυκό | Femininum, weiblich f οικονομολογία οικονομολογία