„οικοδεσπότης“: αρσενικό οικοδεσπότης [ikoðesˈpotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gastgeber Gastgeberαρσενικό | Maskulinum, männlich m οικοδεσπότης οικοδεσπότης