„οδυρμός“: αρσενικό οδυρμός [oðirˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jammer, Klage Jammerαρσενικό | Maskulinum, männlich m οδυρμός Klageθηλυκό | Femininum, weiblich f οδυρμός οδυρμός