„οδοποιός“: αρσενικό οδοποιός [oðopiˈos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Straßenbauingenieur Straßenbauingenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich m οδοποιός οδοποιός