„οδοντογλυφίδα“: θηλυκό οδοντογλυφίδα [oðondoɣliˈfiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zahnstocher Zahnstocherαρσενικό | Maskulinum, männlich m οδοντογλυφίδα οδοντογλυφίδα