„οδοιπόρος“: αρσενικό και θηλυκό οδοιπόρος [oðiˈporos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wanderer, Wanderin Wandererαρσενικό | Maskulinum, männlich m οδοιπόρος Wanderinθηλυκό | Femininum, weiblich f οδοιπόρος οδοιπόρος