„οβελίσκος“: αρσενικό οβελίσκος [oveˈliskos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Obelisk Obeliskαρσενικό | Maskulinum, männlich m οβελίσκος οβελίσκος